Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Νυχτερινά

Ήταν μια χαζοσεξουαλική γριά ,με πρόσωπο καλυμμένο από μια πρωτοφανή έκταση γαλάζιας σκιάς και ρυτιδιασμένα αμαρτωλά χείλια .Η πόρτα έκλεισε με ένα ιδιαίτερα άκομψο τρίξιμο και βρέθηκε καταμεσής ενός στενού διαδρόμου με διάσπαρτες στην κάθε μεριά πόρτες .Ίσως κάπου στο βάθος να ακουγόταν ένα πρελούδιο,ίσως και κάτι από τα Νυχτερινά του Σοπέν ,αλλά και πάλι δε γνώριζε ,ήταν σκοτεινά και το σύννεφο νικοτίνης ,σε συνδυασμό με τα ασθενικά ροζαλί φωτάκια ,δε βελτίωναν το σκηνικό .
  Προχώρησε ,παρ’ό,τι με αμφίβολο προορισμό ,σε ενδότερα δώματα ,αλλά ο διάδρομος την κούρασε σε βαθμό ψυχολογικής δοκιμασίας και έστριψε αριστερά ,αποφεύγοντας διακριτικά τη γούνινη ταπετσαρία της άλλης κατεύθυνσης .Ένιωσε τότε κάπως ικανοποιημένη ,και συνέχισε ,παρατηρώντας πως για οίκος ανοχής ,διατηρούσε μια όμορφη ησυχία. Τη διέκρινε ένα άμεμπτο μίσος για την ανθρωπότητα ,που πάντοτε αποδεικνυόταν κατώτερη των περιστάσεων και έκλεινε σε κάποιο παρατημένο χρονοντούλαπο της ιστορίας  τις μοναδικές εξαιρέσεις στον κανόνα της μισαλλοδοξίας της .
  Έσπασε την ακινησία του στόματος μειδιάζοντας . Προσπαθώντας να αποφύγει  τη λογική του κόσμου ,είχε έλθει στο μέρος του απόλυτου ολέθρου(κατά τους συντηρητικούς-πελάτες του)  ,όπου τα πάθη κόστιζαν λιγότερο σε χρήματα από τον έξω κόσμο και ικανοποιούνταν διακριτικά ,πίσω από τις γυμνές κραυγές των επενδυμένων τοίχων . Και όχι πως αντιμαχόταν τα νομίσματα ,αλλά το ανταλλακτικό τους παιχνίδι ήταν τετελεσμένο εξ αρχής , καθώς κανείς δεν έπαιζε δίκαια , και αυτό την  εξαγρίωνε σε βαθμό εξαχρείωσης ,δυστυχώς . 
  Το δάπεδο ήταν καλυμμένο με μια πραγματικά αποικιακή μικροβιακή μοκέτα ,μα ένιωθε την υφή της απαλή κάτω από τα πάνινα παπούτσια της , και παχιά ,ώστε να κρύβει κάθε της σίγουρο βήμα προς το προσδοκώμενο ξύλινο δάπεδο που αχνοφαινόταν στην αδιάφορη απόσταση των πενήντα περίπου μέτρων .Κάτι σχετικά με την ομιχλώδη σκηνή ενός ονείρου και τις ανούσιες λεπτομέρειες που θυμάται κανείς ύστερα από αυτό διαπέρασε τη σκέψη της ,γρήγορα όμως παρήλθε και μια θηριώδης φαντασία την κατέκλεισε . Το ένστικτο της πείνας πάντα ανικανοποίητο ,και εκείνη με την επίγευση του πενιχρού προηγούμενου γεύματος απαιτεί ,όχι την ικανοποίηση της λαιμαργίας της –και καθώς επτά θανάσιμα αμαρτήματα ελλοχεύουν σε ελάχιστα  πια αραχνιασμένες γωνίες του μυαλού της - ,αλλά τη γνώση ενός προσχεδιασμένου μαρτυρίου .
  Εκείνη όμως  περπατούσε , μονάχα σιωπηλά βάδιζε .Ποιο το πεπρωμένο όσων ακολουθούν ένα μονοπάτι ? Τουλάχιστον υπάρχουν βάσιμες ελπίδες να χαθεί η πορεία , απάντησε στη συνομιλούσα της φωνή ,με αναπτερωμένο ηθικό. Είχε  εξ άλλου αφαιρέσει τους πάνινους  διαβόλους προστάτες  των ποδιών , και αισθανόταν πλέον εμπιστοσύνη στην επαφή με την καλοδεχούμενη αυτή νέα επαφή .

 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Εσκεμμένος παραλογισμός

Παραλυτικά δεμένος στην απόλυτα περιοριστική ακινησία μιας ονειρώδους πραγματικότητας, προέβαλλε επί ώρα ηδονιστικά τα γεγονότα μιας προσωπικής σταύρωσης, που κυρίευε τη μελαγχολική ζωή του. Βρίσκοντας οπτική ανταπόκριση στα μνημονικά ερεθίσματα, εξαΰλωνε, σαν γνήσιος εραστής των πεποιθήσεων, την έμπρακτη θλίψη μιας θλιβερής ριπής πυρών μεταξύ δύο ανθρώπινων όντων, που, στα μάτια του διέγειρε κάτι ανάμεσα σε οίκτο και ανάγκη για ολική  καταστροφή.

Ανήσυχοι περιπατητές

  Οι αναζητητές ενός ιδεατού κόσμου οδοιπορούν σε μελωμένα μονοπάτια ονειρικών παραστάσεων.   Απόκοσμα εκφράζουν σύνεση, λουσμένοι στην πυρετώδη θάλασσα. Νεκρικά προσωπεία πάγου, διάτρητα από ανήσυχα σταγονίδια βροχής.   Στόμα ξεχειλίζει μυστικά, εκστατικό στην ομολογία του οράματος, που υφαίνεται στα ταραγμένα νερά μιας πηγής.   Βουβοί και πλανεμένοι στα ιλαρά κλίματα, με φόντο έναν απέραντο γκρι ουρανό.

Απόρριψη ιδανικών

Ανθολογία των δικών σου σκέψεων. Ψήγματά της ακολουθούν τις μνήμες, μα το ιμπρεσιονιστικό τους ένδυμα, σα ραγισμένο γυαλί μπροστά στα πεταρίζοντα ματόκλαδα, επαρκεί για τον αιώνιο μώλωπα της προσμονής του αναπόφευκτου, του   μέλλοντος. Και τα πρόσωπά τους σε ακολουθούν, στριμωγμένα πίσω από το κεφαλάρι, ακίνητα δίπλα στο κομό, δίχως ανάσα πλάι στο ποτήρι σου, που επί μέρες ραίνει η σκόνη. Και κάποτε κάποτε, σε λούζει   το παγερό τους βλέμμα, τα δάχτυλά σου πιάνουν ψήγματα αιωνιότητας, νεφελώματα των απαρχών του σύμπαντος, απομεινάρια του τέλους του.