Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Άρρωστα καλοκαιρινά βλέμματα


Τα φύλλα θρόιζαν γλυκανάλατα ,ενώ το γρασίδι έκλεβε ρουφώντας άπληστα το οξυγόνο κάτω από το ασημένιο φεγγάρι ,σε βαθμό που αποζητούσε την άμεση φλογερή εξόντωσή του προς αποφυγή του προσωπικού του πνιγμού.Παρ’όλα αυτά ξάπλωνε σε ύπτια θέση ,κολυμπώντας στην υγρή μάλλινη κουβέρτα της φύσης ενδιαμέσου πλεόντων υδρατμών ,που ανύψωναν τη άρνησή του για ύπνο ,καθώς ενίσχυαν την απόλαυση της υπενθύμισης πως ακόμα και το στρωμένο με συνηθισμένη χλωρίδα χωμάτινο χωράφι τον αδικούσε με τη θέρμη του…
  Kαι άλλοτε               
Κοιτούσε με ένταση το αδιάφορο του ενός τετάρτου της κακοποιημενης στέγης που αποτελούσε τη θέα του σκοτεινού δώματος. Αποστρέφοντας το βλέμμα από κάθε ανθρώπινη παρουσία ,οι μυριάδες καρφίτσες που τρυπούσαν με τις απεχθείς τους άκρες το οριακό μυαλό του, βυθίζονταν πιο σιωπηλά και η νάρκωση των μαλακών ιστών διέγειρε απλώς τη νευρικότητά του ,μαζί ίσως και με κάποια ψήγματα δυστυχίας..

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Εσκεμμένος παραλογισμός

Παραλυτικά δεμένος στην απόλυτα περιοριστική ακινησία μιας ονειρώδους πραγματικότητας, προέβαλλε επί ώρα ηδονιστικά τα γεγονότα μιας προσωπικής σταύρωσης, που κυρίευε τη μελαγχολική ζωή του. Βρίσκοντας οπτική ανταπόκριση στα μνημονικά ερεθίσματα, εξαΰλωνε, σαν γνήσιος εραστής των πεποιθήσεων, την έμπρακτη θλίψη μιας θλιβερής ριπής πυρών μεταξύ δύο ανθρώπινων όντων, που, στα μάτια του διέγειρε κάτι ανάμεσα σε οίκτο και ανάγκη για ολική  καταστροφή.

Ανήσυχοι περιπατητές

  Οι αναζητητές ενός ιδεατού κόσμου οδοιπορούν σε μελωμένα μονοπάτια ονειρικών παραστάσεων.   Απόκοσμα εκφράζουν σύνεση, λουσμένοι στην πυρετώδη θάλασσα. Νεκρικά προσωπεία πάγου, διάτρητα από ανήσυχα σταγονίδια βροχής.   Στόμα ξεχειλίζει μυστικά, εκστατικό στην ομολογία του οράματος, που υφαίνεται στα ταραγμένα νερά μιας πηγής.   Βουβοί και πλανεμένοι στα ιλαρά κλίματα, με φόντο έναν απέραντο γκρι ουρανό.

Απόρριψη ιδανικών

Ανθολογία των δικών σου σκέψεων. Ψήγματά της ακολουθούν τις μνήμες, μα το ιμπρεσιονιστικό τους ένδυμα, σα ραγισμένο γυαλί μπροστά στα πεταρίζοντα ματόκλαδα, επαρκεί για τον αιώνιο μώλωπα της προσμονής του αναπόφευκτου, του   μέλλοντος. Και τα πρόσωπά τους σε ακολουθούν, στριμωγμένα πίσω από το κεφαλάρι, ακίνητα δίπλα στο κομό, δίχως ανάσα πλάι στο ποτήρι σου, που επί μέρες ραίνει η σκόνη. Και κάποτε κάποτε, σε λούζει   το παγερό τους βλέμμα, τα δάχτυλά σου πιάνουν ψήγματα αιωνιότητας, νεφελώματα των απαρχών του σύμπαντος, απομεινάρια του τέλους του.