Προσπαθούσα απλά να ξεριζώσω τον πόνο από μέσα μου ,καθισμένος σε εκείνο το πενιχρό μοτέλ στην άκρη ενός ξεχασμένου επαρχιακού δρόμου .Τα χιλιόμετρα απλά με είχαν οδηγήσει εκεί ,δίχως την προοπτική εύρεσης σωτηρίας ,με την ανάγκη μοναχά εξιλέωσης από όλα τα συναισθήματα που τραύλιζαν υπομονετικά μέσα στο μυαλό μου την ελπίδα να αναγνωριστεί η μελανή κηλίδα της ύπαρξής μου . Επιθυμούσα απλά να ξετυλίξω το περίτεχνα πλεγμένο εκείνο κουβάρι ,που με άγνωστες απαρχές ,με μαεστρία απαράμιλλη, με έδενε αποφασιστικά χειροπόδαρα σε μια κατάσταση απόλυτης ακινησίας . Και καθώς αλύπητα ταλανιζόμουν να διαλύσω το ντιβάνι που έτριζε ή το πραγματικά εξαθλιωμένο πορτατίφ του κομοδίνου ,το οποίο παραδόξως ήταν καθαρό και όπου είχα στρέψει το βλέμμα μου ,αποφάσισα να ακολουθήσω το δυστυχές αυτό χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας μου , τη σιωπή . Μα είχα τη φαεινή ιδέα να αποτυπώσω τη σκέψη μου βεβιασμένα στο χαρτί ,ώστε λαμβάνο...