Η αγωνία δέσποζε στο βλέμμα του ,καθώς έστριβε στον άθλιο επαρχιακό δρόμο με τις ετοιμόρροπες ,απαρχαιωμένες λάμπες πετρελαίου, βασανιζόμενος από τα λασπωμένα όνειρα που άφηνε πίσω . Τα αστέρια ,σα μικρές φλεγόμενες φωλιές, καρφιτσωμένες στο στερέωμα υποδηλώνοντας περίτρανα χρονικές στιγμές στα βάθη του χώρου και της λογικής, αδυνατούσαν να λαμπυρίσουν όπως τα πυρωμένα μάτια του. « ‘Έστω πως τρυπάς το τρυφερό σου δάχτυλο με το αδράχτι της δυστυχίας .Ασφυκτιάς ,μα δεν επαρκεί ώστε να πνιγείς .Ούτε να λιποθυμήσεις , η ζωή κρατά δέσμια την αντίληψή σου .Μάχεσαι πίνοντας το πνιγερό αίμα που φτύνεις ,μα στην πραγματικότητα γρατσουνάς μάταια το παγερό μάρμαρο στην ταφόπλακα της συνείδησής σου . Το δέρμα πάντως είναι λιγότερο πυκνό ,πιο προσφιλές ,δεκτικό στη μανία της εικόνας του ξαπλωμένου κορμιού στο μίζερο αυτό ανάκλιντρο θανάτου .Είσαι χτιστός ,ένα αρχιτεκτονικό θαύμα μιας τέλειας φωτεινής σφαίρας που σε περιβάλλει .Γιατί κατρακυλάς ,ή ρέεις στο χρόνο με τη...