Η
αγωνία δέσποζε στο βλέμμα του ,καθώς έστριβε στον άθλιο επαρχιακό δρόμο με τις
ετοιμόρροπες ,απαρχαιωμένες λάμπες πετρελαίου, βασανιζόμενος από τα λασπωμένα
όνειρα που άφηνε πίσω . Τα αστέρια ,σα μικρές φλεγόμενες φωλιές, καρφιτσωμένες στο
στερέωμα υποδηλώνοντας περίτρανα χρονικές στιγμές στα βάθη του χώρου και της
λογικής, αδυνατούσαν να λαμπυρίσουν όπως τα πυρωμένα μάτια του.
« ‘Έστω
πως τρυπάς το τρυφερό σου δάχτυλο
με το αδράχτι της δυστυχίας .Ασφυκτιάς ,μα δεν επαρκεί ώστε να πνιγείς .Ούτε να
λιποθυμήσεις , η ζωή κρατά δέσμια την αντίληψή σου .Μάχεσαι πίνοντας το πνιγερό
αίμα που φτύνεις ,μα στην πραγματικότητα γρατσουνάς μάταια το παγερό μάρμαρο στην
ταφόπλακα της συνείδησής σου .
Το δέρμα πάντως είναι λιγότερο πυκνό ,πιο προσφιλές
,δεκτικό στη μανία της εικόνας του ξαπλωμένου κορμιού στο μίζερο αυτό
ανάκλιντρο θανάτου .Είσαι χτιστός ,ένα αρχιτεκτονικό θαύμα μιας τέλειας
φωτεινής σφαίρας που σε περιβάλλει .Γιατί κατρακυλάς ,ή ρέεις στο χρόνο με την
ίδια στεγανότητα που αεροστεγή βαζάκια μαρμελάδας κοπανήθηκαν ακούραστα στο
πάτωμα από επίδοξους υπογλυκαιμικούς .Φυσικά εσύ δε διαθέτεις την πολυτέλεια
του εδέσματος ,το υγρό σου ναυάγιο διασκεδάζει τα μελωμένα φρούτα και η γλώσσα
συναντά αλάτι ,και τη μεταλλική γεύση της άωρης πληγής».
Συνέχισε
να βαδίζει ,ανέβηκε ένα φιδογυριστό
μονοπάτι από ξύλινες σκάλες και βρέθηκε αίφνης μπρος στην πόρτα του ιατρείου. Η
σκοτεινή σιλουέτα του εμφανίστηκε στην πόρτα ,με μόνο διακριτικό τα πάντα
πυρωμένα μάτια του .Σαν χτύπος άρρυθμης καρδιάς ,με σφυγμομέτρη τα αδρά ,νεκρώσιμα δάκτυλα ,τα πλήκτρα της
γραφομηχανής βογγούσαν υπό τη ρομποτική
δεινότητα της γραμματέως ,που το απλανές βλέμμα της διαπέρασε υποατομικά το
ασθενές σώμα του .
-
Έχω ραντεβού με τον δρ Φ. ,είπε στεγνά.
-Αργότερα
,απάντησε εκείνη με το ύφος που θα είχε μια ξεραμένη πόα ,αν διέθετε μάτια.
Μισοφωτισμένο
το δωμάτιο αναμονής, στο κέντρο ένα λαμπατέρ
αναμμένο, πάνω σε ένα εμφανώς σκονισμένο κομοδίνο .Αποτσίγαρα σε ένα
υπερχειλισμένο τασάκι ,ένας ξεφτισμένος καναπές να συμπληρώνει το σκηνικό
παραίτησης, μαζί με την απαραίτητη αχλή καπνού με προέλευση μια λυπημένη
γυναικεία φιγούρα αντικριστά του.
Τόλμησε
να την κοιτάξει, σάλεψε: Το βλέμμα
της χαμήλωσε και βυθίζοντας τα μάτια της στην τεθλασμένη
άβυσσο των βλεφάρων της και της στοίβας πόνου ,που καρτερικότατα υπέμενε ,οι
ώμοι της σπαστικά τρεμούλιασαν στην αέναη διαμάχη της με την τοποθέτηση στο
εξωτερικό περιβάλλον. .Θλιμμένες εικόνες ,ματωμένα όνειρα ,πορφυρά και
ξεσκισμένα ,μαχαιριές αναμνήσεων ,άλλοτε συνταρακτικές ,μα αναπόσπαστα
εμμονικές ,στροβιλίζονταν στο μυαλό της ,υπό το σαδιστικό βλέμμα μιας διαρκούς
υπεκφυγής της αταξίας ,μάχη μάλλον απροσπέλαστη στον κουβαριασμένο της νου. Τα
μάτια της έσβησαν.
Έμεινε
στο δωμάτιο άλλες δύο ώρες ,κάπως
νευρικός, καρφωμένος στο φως που σάλευε μέσα στις κόγχες του. «Θα ψαλιδίσω τα ερέβη του δωματίου
μου που στενεύει»,φώναξε και άνοιξε την πόρτα,τρέχοντας ξανά στη θέα των φωλιασμένων άστρων.Στα
πυρωμένα μάτια του επέστεφε σιγά σιγά το φως ,ένα ζωηρό γαλάζιο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου