Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Wandering reflections

Showery footsteps followed the image of the young woman gazing steadily in front of the mirror. Drizzly hair dripping slowly on a wooden floor, a rhythm emptier than eternity. A loose, carefree white shirt embracing her body, semi-moist, fairly unbuttoned. She seems fiery, water mixed with salty sweat, yet , those eyes, glassy from fever reflect only the dim predawn sadness.
 It seems the years have now passed by me, yielding even themselves to the pressure of existence, glimpsing into smiles and love -surrendering nights. Defining myself through the heartbeat of my lover, drifting away from loneliness like the healthy detest illness. I used to eagerly await for a sign of intimacy, turning into an explosive dopamine source, frantically happy for being dependant on someone, bewitched by that persisting impulse to feel tears of bliss on my cheeks for a lifetime.
These thoughts dissolved calmly into the misty bedroom. Behind me, the still body of that man greeted that perspective. His hands gripping the crimson sheets in a last attempt of protection, a shameful epiphany of a monstrous woman leaning on the bed for goodbye. Through silenced lips lovely words never survive.
The reflection on the mirror slowly started to fade, hiding into the humid void. Along with it, some far away sirens started making noise.

Apparently, I am not the woman I thought I was.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Εσκεμμένος παραλογισμός

Παραλυτικά δεμένος στην απόλυτα περιοριστική ακινησία μιας ονειρώδους πραγματικότητας, προέβαλλε επί ώρα ηδονιστικά τα γεγονότα μιας προσωπικής σταύρωσης, που κυρίευε τη μελαγχολική ζωή του. Βρίσκοντας οπτική ανταπόκριση στα μνημονικά ερεθίσματα, εξαΰλωνε, σαν γνήσιος εραστής των πεποιθήσεων, την έμπρακτη θλίψη μιας θλιβερής ριπής πυρών μεταξύ δύο ανθρώπινων όντων, που, στα μάτια του διέγειρε κάτι ανάμεσα σε οίκτο και ανάγκη για ολική  καταστροφή.

Απόρριψη ιδανικών

Ανθολογία των δικών σου σκέψεων. Ψήγματά της ακολουθούν τις μνήμες, μα το ιμπρεσιονιστικό τους ένδυμα, σα ραγισμένο γυαλί μπροστά στα πεταρίζοντα ματόκλαδα, επαρκεί για τον αιώνιο μώλωπα της προσμονής του αναπόφευκτου, του   μέλλοντος. Και τα πρόσωπά τους σε ακολουθούν, στριμωγμένα πίσω από το κεφαλάρι, ακίνητα δίπλα στο κομό, δίχως ανάσα πλάι στο ποτήρι σου, που επί μέρες ραίνει η σκόνη. Και κάποτε κάποτε, σε λούζει   το παγερό τους βλέμμα, τα δάχτυλά σου πιάνουν ψήγματα αιωνιότητας, νεφελώματα των απαρχών του σύμπαντος, απομεινάρια του τέλους του.

Ανήσυχοι περιπατητές

  Οι αναζητητές ενός ιδεατού κόσμου οδοιπορούν σε μελωμένα μονοπάτια ονειρικών παραστάσεων.   Απόκοσμα εκφράζουν σύνεση, λουσμένοι στην πυρετώδη θάλασσα. Νεκρικά προσωπεία πάγου, διάτρητα από ανήσυχα σταγονίδια βροχής.   Στόμα ξεχειλίζει μυστικά, εκστατικό στην ομολογία του οράματος, που υφαίνεται στα ταραγμένα νερά μιας πηγής.   Βουβοί και πλανεμένοι στα ιλαρά κλίματα, με φόντο έναν απέραντο γκρι ουρανό.