Τα φύλλα
θρόιζαν γλυκανάλατα ,ενώ το γρασίδι έκλεβε ρουφώντας άπληστα το οξυγόνο κάτω
από το ασημένιο φεγγάρι ,σε βαθμό που αποζητούσε την άμεση φλογερή εξόντωσή του
προς αποφυγή του προσωπικού του πνιγμού.Παρ’όλα αυτά ξάπλωνε σε ύπτια θέση
,κολυμπώντας στην υγρή μάλλινη κουβέρτα της φύσης ενδιαμέσου πλεόντων υδρατμών
,που ανύψωναν τη άρνησή του για ύπνο ,καθώς ενίσχυαν την απόλαυση της
υπενθύμισης πως ακόμα και το στρωμένο με συνηθισμένη χλωρίδα χωμάτινο χωράφι τον
αδικούσε με τη θέρμη του…
Kαι άλλοτε
Κοιτούσε με
ένταση το αδιάφορο του ενός τετάρτου της κακοποιημενης στέγης που αποτελούσε τη
θέα του σκοτεινού δώματος. Αποστρέφοντας το βλέμμα από κάθε ανθρώπινη παρουσία
,οι μυριάδες καρφίτσες που τρυπούσαν με τις απεχθείς τους άκρες το οριακό μυαλό
του, βυθίζονταν πιο σιωπηλά και η νάρκωση των μαλακών ιστών διέγειρε απλώς τη
νευρικότητά του ,μαζί ίσως και με κάποια ψήγματα δυστυχίας..
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου