Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Στα απέναντι σπίτια

Πέπλα σκεπάζουν μυστικά, πίσω απ΄τα μισάνοιχτα παντζούρια. Μόνο άνθρωποι γυμνοί στο έλεος των σκέψεών τους, Παίζουν κρυφτό με κλειδωμένα πάθη, ή αφουγκράζονται μαραμένες υποσχέσεις, σαν στάζουν σε λιμνάζουσες αλήθειες. Νερό αντηχεί στις σωληνώσεις, Απόδειξη ύπαρξης, για όποιον ακούσει, σκυφτός στον τοίχο του. Ψυχρός ο αρμός, στο κουκούλι του πένθους του.

Αυτό που φοβάσαι να πεις

Κορμιά με θέρμη που αποζητάς στη μοναξιά σου. Οι χάρτες άγραφοι, κάποτε γεμίζουν χλωμά αστέρια που άγγιζες δειλά, χαμένος σε ερημικούς λοφίσκους, με οδηγό τις απαλές καμπύλες ενός σώματος. Να τρέφεσαι με την αίσθηση του χρόνου, την προσμονή του αύριο, καθώς φυλακίζεις στους καρπούς σου τη γνώριμη αίσθηση φτωχών χειλιών, που κρεμούν υπό το βάρος ανείπωτων λέξεων.

Ψημένη γη

Σκληρά κορμιά που βαστάζουν την ψημένη γη, έλικες τα μαλλιά τους. Στριφογυρίζουν αχόρταγα και έπειτα καίγονται, πριν βυθιστούν στην αλμύρα του σώματος. Μελανά μάτια αντικρίζουν την άβυσσο, και κάποτε χάνονται στις μυτερές γλώσσες της άγονης στεριάς. Σώματα πλίνθινες αψίδες ν’ατενίζουν μοναχικά αίθρια, ποτισμένα βροχόνερο και υπέργειες δυνάμεις. Σύνθλιψη.

Απόρριψη ιδανικών

Ανθολογία των δικών σου σκέψεων. Ψήγματά της ακολουθούν τις μνήμες, μα το ιμπρεσιονιστικό τους ένδυμα, σα ραγισμένο γυαλί μπροστά στα πεταρίζοντα ματόκλαδα, επαρκεί για τον αιώνιο μώλωπα της προσμονής του αναπόφευκτου, του   μέλλοντος. Και τα πρόσωπά τους σε ακολουθούν, στριμωγμένα πίσω από το κεφαλάρι, ακίνητα δίπλα στο κομό, δίχως ανάσα πλάι στο ποτήρι σου, που επί μέρες ραίνει η σκόνη. Και κάποτε κάποτε, σε λούζει   το παγερό τους βλέμμα, τα δάχτυλά σου πιάνουν ψήγματα αιωνιότητας, νεφελώματα των απαρχών του σύμπαντος, απομεινάρια του τέλους του.

Εσκεμμένος παραλογισμός

Παραλυτικά δεμένος στην απόλυτα περιοριστική ακινησία μιας ονειρώδους πραγματικότητας, προέβαλλε επί ώρα ηδονιστικά τα γεγονότα μιας προσωπικής σταύρωσης, που κυρίευε τη μελαγχολική ζωή του. Βρίσκοντας οπτική ανταπόκριση στα μνημονικά ερεθίσματα, εξαΰλωνε, σαν γνήσιος εραστής των πεποιθήσεων, την έμπρακτη θλίψη μιας θλιβερής ριπής πυρών μεταξύ δύο ανθρώπινων όντων, που, στα μάτια του διέγειρε κάτι ανάμεσα σε οίκτο και ανάγκη για ολική  καταστροφή.

Θλίψη, θυμός, θρήνος

Η θάλασσα φλέγεται καθώς τα μάτια σκοτεινιάζουν σε κάποιο μυστήριο χορό των βλεφάρων συμφωνία. Πίσω απ’τα μουσκεμένα πέπλα, λέξεις μικρές, μα πια θολές που πίσω δε γυρίζουν. Το μίσος θάλλει γοργά στη σπατάλη του πνεύματος σαν σχίζω τις σάρκες των γραμμάτων που στοίβαζα. Τα κίνητρα σωπαίνουν   εμπρός στη δύναμη του μένους που πυρώνει την τρέλα. Παράτολμο ατόπημα η θύμιση της μορφής σου στον παράφρονα χορό ρέει, των συλλογισμών Στην αιώνια άνοιξη το νέκταρ πάντα αναβλύζει για όσα δάκρυα έχυσα.