Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Μοναχική πόλη

  Σαν τα βλέφαρα βαραίνουν, σιωπηλές σκιές πλαγιάζουν στο παραθύρι σου. Μοντέλα πραγματικότητας που θρέφεις με θρύμματα ανθρώπων που αδράχνεις σφιχτά. Τα φώτα της πόλης συνεχώς θολώνουν. Συννεφιασμένος θόλος με ρωγμές γαλάζιου, γυμνοί κορμοί τα κτίσματα, και οι περαστικοί γρασίδι που θροΐζει στο διάβα του χρόνου.

Ολέθριες ευαισθησίες

  Οι ευαισθησίες εύκολα κυριεύονται απ’ την άδηλη έκφραση της μοναδικότητας. Στην παθογένεια της έλξης η σάρκα ροδίζει, χωρίς συστολή.   Άχαρα λευκά ψέματα τυλιγμένα στη γοητεία των αισθήσεων και άνθρωποι τρωτοί στο συνθετικό ναρκωτικό της εμπιστοσύνης.   Πενιχρά λόγια που ατημέλητα ψελλίζονται Σαν τη σκέψη στιγμιαία διαπερνά κάποιος φευγαλέος Έρωτας

Εμμονική σκέψη

Άνθρωποι που θηρεύουν άσβεστες εκδικήσεις, συλλέγουν τους χρόνιους πόθους ενός ανέραστου κτήνους, κυνηγούν την έξαψη μιας ανύπαρκτης περιπέτειας στο χείλος της αβύσσου, μονάχα υποκύπτουν στα ζαρωμένα αυλάκια του προσώπου τους. Αποτυπώματα χρόνου, συνεχείς αμυχές σε γύψινη μάσκα, σε μια παρτίδα ανούσιας εξουσίας για τη μεθυστική ανάγκη να γνωρίζεις ότι κάτι ίσως δεν έχασες.

Στα απέναντι σπίτια

Πέπλα σκεπάζουν μυστικά, πίσω απ΄τα μισάνοιχτα παντζούρια. Μόνο άνθρωποι γυμνοί στο έλεος των σκέψεών τους, Παίζουν κρυφτό με κλειδωμένα πάθη, ή αφουγκράζονται μαραμένες υποσχέσεις, σαν στάζουν σε λιμνάζουσες αλήθειες. Νερό αντηχεί στις σωληνώσεις, Απόδειξη ύπαρξης, για όποιον ακούσει, σκυφτός στον τοίχο του. Ψυχρός ο αρμός, στο κουκούλι του πένθους του.

Αυτό που φοβάσαι να πεις

Κορμιά με θέρμη που αποζητάς στη μοναξιά σου. Οι χάρτες άγραφοι, κάποτε γεμίζουν χλωμά αστέρια που άγγιζες δειλά, χαμένος σε ερημικούς λοφίσκους, με οδηγό τις απαλές καμπύλες ενός σώματος. Να τρέφεσαι με την αίσθηση του χρόνου, την προσμονή του αύριο, καθώς φυλακίζεις στους καρπούς σου τη γνώριμη αίσθηση φτωχών χειλιών, που κρεμούν υπό το βάρος ανείπωτων λέξεων.

Ψημένη γη

Σκληρά κορμιά που βαστάζουν την ψημένη γη, έλικες τα μαλλιά τους. Στριφογυρίζουν αχόρταγα και έπειτα καίγονται, πριν βυθιστούν στην αλμύρα του σώματος. Μελανά μάτια αντικρίζουν την άβυσσο, και κάποτε χάνονται στις μυτερές γλώσσες της άγονης στεριάς. Σώματα πλίνθινες αψίδες ν’ατενίζουν μοναχικά αίθρια, ποτισμένα βροχόνερο και υπέργειες δυνάμεις. Σύνθλιψη.

Απόρριψη ιδανικών

Ανθολογία των δικών σου σκέψεων. Ψήγματά της ακολουθούν τις μνήμες, μα το ιμπρεσιονιστικό τους ένδυμα, σα ραγισμένο γυαλί μπροστά στα πεταρίζοντα ματόκλαδα, επαρκεί για τον αιώνιο μώλωπα της προσμονής του αναπόφευκτου, του   μέλλοντος. Και τα πρόσωπά τους σε ακολουθούν, στριμωγμένα πίσω από το κεφαλάρι, ακίνητα δίπλα στο κομό, δίχως ανάσα πλάι στο ποτήρι σου, που επί μέρες ραίνει η σκόνη. Και κάποτε κάποτε, σε λούζει   το παγερό τους βλέμμα, τα δάχτυλά σου πιάνουν ψήγματα αιωνιότητας, νεφελώματα των απαρχών του σύμπαντος, απομεινάρια του τέλους του.