Φαντάζομαι τελικά κοιτάζω χλωμά πρόσωπα,κενά
βλέμματα πίσω από σκονισμένα βέλα ,σκυθρωπούς άντρες με πλαστικές ανθοδέσμες
,ροδαλά μωρά σε παγωμένες αγκαλιές.Προσποιούμενοι τον παράδεισο ,το ρεζερβέ
τραπέζι στο άδειο δώμα,σκύβουμε νωχελικά, δρασκελίζοντας σκυφτοί προς κάποιο περβάζι ,στη θέα του
παρελθόντος που σβήνει με μανία υπό το μελό φίλτρο των αναμνήσεών
μας.Φυλλομετρώντας το ασπρόμαυρο κολλάζ του χθες ,τοποθετώντας με ευλάβεια το
ντοσιέ της περασμένης μέρας στον πυργίσκο των παλαιότερων ,με σπινθηροβόλα
μάτια στη θέα της επικείμενης καταστροφής, ,ενώ το ερμάρι αντίκρυ μας
έχει σχεδόν λυγίσει.
Παραλυτικά δεμένος στην απόλυτα περιοριστική ακινησία μιας ονειρώδους πραγματικότητας, προέβαλλε επί ώρα ηδονιστικά τα γεγονότα μιας προσωπικής σταύρωσης, που κυρίευε τη μελαγχολική ζωή του. Βρίσκοντας οπτική ανταπόκριση στα μνημονικά ερεθίσματα, εξαΰλωνε, σαν γνήσιος εραστής των πεποιθήσεων, την έμπρακτη θλίψη μιας θλιβερής ριπής πυρών μεταξύ δύο ανθρώπινων όντων, που, στα μάτια του διέγειρε κάτι ανάμεσα σε οίκτο και ανάγκη για ολική καταστροφή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου